- διάστατον
- διάστᾱτον , διίστημιset apartaor ind act 2nd dual (doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
διαστατόν — διαστατός torn by faction masc/fem acc sg διαστατός torn by faction neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διάστατος — διάστατος, ον (Α) φρ. «πόλιν διάστατον» πόλη τής οποίας οι πολίτες βρίσκονται σε διάσταση, διχόνοια … Dictionary of Greek
σώμα — Γενικό όνομα που δίνεται σε μια ποσότητα ύλης. Σώματα επομένως είναι όλα τα αντικείμενα με τις ιδιότητες τους (σχήμα, διαστάσεις, βάρος κλπ.)· ουσία, αντίθετα, είναι η ποιότητα της ύλης από την οποία αποτελούνται τα σ. Για μεγαλύτερη ακριβολογία… … Dictionary of Greek
ՄԵԿՈՒՍՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 2 0245 Chronological Sequence: Unknown date, 6c, 8c գ. διάστημα, τὸ διάστατον, ἁπόστασις , ἁπουσία distantia, abscessio, absentia, discrepantia, interstitio, spatium, intervallum. Մեկուսի գոլն. մեկուսանալն, եւ հեռաւորութիւն. տարբերութիւն … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)